γερουσιακός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(6_11) |
(big3_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γερουσιακός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ τῆς γερουσίας ἢ ἀνήκων εἰς αὐτήν, χρήματα Συλλ. Ἐπιγρ. 3080. | |lstext='''γερουσιακός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ τῆς γερουσίας ἢ ἀνήκων εἰς αὐτήν, χρήματα Συλλ. Ἐπιγρ. 3080. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[perteneciente al senado local]] χρήματα <i>CIG</i> 3080.11 (Teos, imper.), [[γυμνάσιον]] <i>Sardis</i> 17.2 (imper.) (cj.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A of or belonging to the senate, χρήματα CIG3080 (Teos).
Greek (Liddell-Scott)
γερουσιακός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τῆς γερουσίας ἢ ἀνήκων εἰς αὐτήν, χρήματα Συλλ. Ἐπιγρ. 3080.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
perteneciente al senado local χρήματα CIG 3080.11 (Teos, imper.), γυμνάσιον Sardis 17.2 (imper.) (cj.).