μυακάνθινος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(6_11)
 
(26)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυακάνθινος''': -η, -ον, ὁ τοῦ μυακάνθου, Ὀρειβάσ. Ι. 202. 2.
|lstext='''μυακάνθινος''': -η, -ον, ὁ τοῦ μυακάνθου, Ὀρειβάσ. Ι. 202. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυακάνθινος]], -ίνη, -ον (Α) [[μυάκανθος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυάκανθο, τον ασπάραγο.
}}
}}

Revision as of 11:56, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μυακάνθινος: -η, -ον, ὁ τοῦ μυακάνθου, Ὀρειβάσ. Ι. 202. 2.

Greek Monolingual

μυακάνθινος, -ίνη, -ον (Α) μυάκανθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυάκανθο, τον ασπάραγο.