μαλακτός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_11)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαλακτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν [[σίδηρον]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1.
|lstext='''μαλακτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν [[σίδηρον]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλακτός]], -ή, -όν, Μ και μαλαχτός, -ή, -όν) [[μαλάσσω]]<br />αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, [[εύπλαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί [[κατεργασία]] με [[σφυρηλάτηση]] ή με [[έλαση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτά</i> (Μ)<br />ήρεμα, με ήπιο τρόπο.
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακτός Medium diacritics: μαλακτός Low diacritics: μαλακτός Capitals: ΜΑΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: malaktós Transliteration B: malaktos Transliteration C: malaktos Beta Code: malakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be softened, as iron, Arist. Mete.385a13, al.

Greek (Liddell-Scott)

μαλακτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν σίδηρον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαλακτός, -ή, -όν, Μ και μαλαχτός, -ή, -όν) μαλάσσω
αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, εύπλαστος
νεοελλ.
(μεταλργ.) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία με σφυρηλάτηση ή με έλαση.
επίρρ...
μαλακτά (Μ)
ήρεμα, με ήπιο τρόπο.