σινδόνη: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σινδόνη''': ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ [[σινδόνιον]], παρὰ Γαλην. Γλωσσ. | |lstext='''σινδόνη''': ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ [[σινδόνιον]], παρὰ Γαλην. Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[λεπτό]] ύφασμα, [[σεντόνι]], [[σάβανο]] («η [[σινδόνη]] του Χριστού»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεπτό]] ύφασμα, [[σινδόνιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σινδών]], -<i>όνος</i> «[[λεπτό]] ύφασμα», [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A f.l. for σινδόνιον in Gal.19.117 s.v. λάσιον.
German (Pape)
[Seite 883] ἡ, = σινδών, seine indische Leinwand, Kleid od. Tuch davon, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σινδόνη: ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ σινδόνιον, παρὰ Γαλην. Γλωσσ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
λεπτό ύφασμα, σεντόνι, σάβανο («η σινδόνη του Χριστού»)
αρχ.
λεπτό ύφασμα, σινδόνιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, -όνος «λεπτό ύφασμα», κατά τα θηλ. σε -η].