νευρόκαυλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(6_11)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευρόκαυλος''': ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[ἐννευρόκαυλος]].
|lstext='''νευρόκαυλος''': ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[ἐννευρόκαυλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νευρόκαυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ινώδη βλαστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[καυλός]] «[[βλαστός]]»].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόκαυλος Medium diacritics: νευρόκαυλος Low diacritics: νευρόκαυλος Capitals: ΝΕΥΡΟΚΑΥΛΟΣ
Transliteration A: neurókaulos Transliteration B: neurokaulos Transliteration C: nevrokavlos Beta Code: neuro/kaulos

English (LSJ)

ον,

   A with fibrous stem, Thphr.HP7.2.8.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόκαυλος: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἐννευρόκαυλος.

Greek Monolingual

νευρόκαυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ινώδη βλαστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + καυλός «βλαστός»].