τριακτήρ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριακτήρ''': ῆρος, ὁ, [[νικητής]], «τριακτῆρος, νικητοῦ· ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐν τοῖς πεντάθλοις ἀποτριαζόντων ἐπὶ ἐλπίδι νίκης» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 171, πρβλ. [[τριάζω]], [[ἀτρίακτος]].
|lstext='''τριακτήρ''': ῆρος, ὁ, [[νικητής]], «τριακτῆρος, νικητοῦ· ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐν τοῖς πεντάθλοις ἀποτριαζόντων ἐπὶ ἐλπίδι νίκης» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 171, πρβλ. [[τριάζω]], [[ἀτρίακτος]].
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />vainqueur en trois assauts ; vainqueur.<br />'''Étymologie:''' [[τριάζω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐακτήρ Medium diacritics: τριακτήρ Low diacritics: τριακτήρ Capitals: ΤΡΙΑΚΤΗΡ
Transliteration A: triaktḗr Transliteration B: triaktēr Transliteration C: triaktir Beta Code: triakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (τριάζω)

   A victor, A.Ag.171 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τριακτήρ: ῆρος, ὁ, νικητής, «τριακτῆρος, νικητοῦ· ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐν τοῖς πεντάθλοις ἀποτριαζόντων ἐπὶ ἐλπίδι νίκης» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 171, πρβλ. τριάζω, ἀτρίακτος.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
vainqueur en trois assauts ; vainqueur.
Étymologie: τριάζω.