Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειραφεσία: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_11)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειραφεσία''': ἡ, τὸ χειραφετεῖν, Γλωσσ.
|lstext='''χειραφεσία''': ἡ, τὸ χειραφετεῖν, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χειράφετος]]<br />[[χειραφέτηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ειδική νομική [[πράξη]] με την οποία οι ανήλικοι αποκτούν [[διεύρυνση]] τών νόμιμων ορίων της δικαιοπρακτικής ικανότητάς τους.
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειραφεσία Medium diacritics: χειραφεσία Low diacritics: χειραφεσία Capitals: ΧΕΙΡΑΦΕΣΙΑ
Transliteration A: cheiraphesía Transliteration B: cheiraphesia Transliteration C: cheirafesia Beta Code: xeirafesi/a

English (LSJ)

ἡ, =

   A emancipatio; χειρ-αφετέω, = emancipare; and χειρ-άφετος, = emancipatus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χειραφεσία: ἡ, τὸ χειραφετεῖν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χειράφετος
χειραφέτηση
νεοελλ.
(νομ.) ειδική νομική πράξη με την οποία οι ανήλικοι αποκτούν διεύρυνση τών νόμιμων ορίων της δικαιοπρακτικής ικανότητάς τους.