εὐδίνητος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδίνητος''': ῑ, ον, εὐκόλως στρεφόμενος, [[εὔστροφος]], τρύπανα Ἀνθ. Π. 6. 205˙ ἐπὶ ὀρχηστῶν, Παύλου Σιλ. Ἀμβων. 120. ΙΙ. [[καλῶς]] ἐστρογγυλευμένος, Νόνν. Δ. 109. | |lstext='''εὐδίνητος''': ῑ, ον, εὐκόλως στρεφόμενος, [[εὔστροφος]], τρύπανα Ἀνθ. Π. 6. 205˙ ἐπὶ ὀρχηστῶν, Παύλου Σιλ. Ἀμβων. 120. ΙΙ. [[καλῶς]] ἐστρογγυλευμένος, Νόνν. Δ. 109. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tourne aisément;<br /><b>2</b> bien tourné, bien arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A easily turning, τρύπανα AP6.205.7 (Leon.). II well-rounded, Nonn.D.6.109.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδίνητος: ῑ, ον, εὐκόλως στρεφόμενος, εὔστροφος, τρύπανα Ἀνθ. Π. 6. 205˙ ἐπὶ ὀρχηστῶν, Παύλου Σιλ. Ἀμβων. 120. ΙΙ. καλῶς ἐστρογγυλευμένος, Νόνν. Δ. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui tourne aisément;
2 bien tourné, bien arrondi.
Étymologie: εὖ, δινέω.