ἐπιχαρίττως: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(6_12)
(4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχαρίττως''': ἴδε ἐν λ. [[ἐπίχαρις]].
|lstext='''ἐπιχαρίττως''': ἴδε ἐν λ. [[ἐπίχαρις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχαρίττως:''' Βοιωτ. επίρρ. του [[ἐπίχαρις]].
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1002] dor. = ἐπιχαρίτως, mit Vergnügen, gern, Ar. Ach. 832.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχαρίττως: ἴδε ἐν λ. ἐπίχαρις.

Greek Monotonic

ἐπιχαρίττως: Βοιωτ. επίρρ. του ἐπίχαρις.