ὄνωνις: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄνωνις''': -ιδος, ἡ, = [[ὄνοσμα]], Διοσκ. 3, 437 (147) ἐκ τῶν νόθων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· τρηχεῖαν ὄνωνιν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε· μεταφ., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα, τὸ ὀχληρὸν τοῦτο φυτὸν ([[ἴσως]] [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως [[ὄνος]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 537· - ἴδε [[ὄνοσμα]]. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. σ. 349.
|lstext='''ὄνωνις''': -ιδος, ἡ, = [[ὄνοσμα]], Διοσκ. 3, 437 (147) ἐκ τῶν νόθων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· τρηχεῖαν ὄνωνιν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε· μεταφ., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα, τὸ ὀχληρὸν τοῦτο φυτὸν ([[ἴσως]] [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως [[ὄνος]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 537· - ἴδε [[ὄνοσμα]]. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. σ. 349.
}}
{{bailly
|btext=ὀνώνιδος (ἡ) :<br />sorte de plante légumineuse odorante.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὄνος]].
}}
}}