ἀπορρέζω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπορρέζω''': μέλλ. -ρέξω, [[προσφέρω]] θυσίαν ἐξ ὧν ἔχω, κεὐθὺς ἀπορρέξειν χίμαρον καλὸν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 15 (διάφ. γραφ. [[ἐπιρρέζω]]) Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. ([[ὅστις]] λέγει «ἀπορρέζοντες· ἀπομερίζοντες, ἀπόμοιράν τινα δόντες»).
|lstext='''ἀπορρέζω''': μέλλ. -ρέξω, [[προσφέρω]] θυσίαν ἐξ ὧν ἔχω, κεὐθὺς ἀπορρέξειν χίμαρον καλὸν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 15 (διάφ. γραφ. [[ἐπιρρέζω]]) Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. ([[ὅστις]] λέγει «ἀπορρέζοντες· ἀπομερίζοντες, ἀπόμοιράν τινα δόντες»).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> offrir en sacrifice une part de;<br /><b>2</b> donner une part de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ῥέζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορρέζω Medium diacritics: ἀπορρέζω Low diacritics: απορρέζω Capitals: ΑΠΟΡΡΕΖΩ
Transliteration A: aporrézō Transliteration B: aporrezō Transliteration C: aporrezo Beta Code: a)porre/zw

English (LSJ)

fut. -ρέξω,

   A sacrifice, χίμαρον v.l. in Theoc.Ep.4.15; offer partof., Is.Fr.105.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρέζω: μέλλ. -ρέξω, προσφέρω θυσίαν ἐξ ὧν ἔχω, κεὐθὺς ἀπορρέξειν χίμαρον καλὸν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 15 (διάφ. γραφ. ἐπιρρέζω) Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. (ὅστις λέγει «ἀπορρέζοντες· ἀπομερίζοντες, ἀπόμοιράν τινα δόντες»).

French (Bailly abrégé)

1 offrir en sacrifice une part de;
2 donner une part de.
Étymologie: ἀπό, ῥέζω.