ἀνιάχω: Difference between revisions

From LSJ

ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνιάχω''': μέλλ. -αχήσω, ἰσχυρῶς φωνάζω, ἀναβοῶ, «χουγιάζω», Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 270, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., μεγαλοφώνως ἐπαινῶ, Ἀνθ. Πλαν. 296. ΙΙ. ἀναφωνῶ ἀποκρινόμενος, ἀποκρίνομαι μεγαλωφώνως, Νόνν. παράφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 90.
|lstext='''ἀνιάχω''': μέλλ. -αχήσω, ἰσχυρῶς φωνάζω, ἀναβοῶ, «χουγιάζω», Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 270, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., μεγαλοφώνως ἐπαινῶ, Ἀνθ. Πλαν. 296. ΙΙ. ἀναφωνῶ ἀποκρινόμενος, ἀποκρίνομαι μεγαλωφώνως, Νόνν. παράφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 90.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> s’écrier;<br /><b>2</b> acclamer, vanter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἰάχω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐάχω Medium diacritics: ἀνιάχω Low diacritics: ανιάχω Capitals: ΑΝΙΑΧΩ
Transliteration A: aniáchō Transliteration B: aniachō Transliteration C: aniacho Beta Code: a)nia/xw

English (LSJ)

[ᾰχ],

   A cry aloud, A.R.2.270, 3.253, Nonn.D.15.417.    2 c. acc., proclaim loudly, APl.4.296 (Antip.); ἔπος Nonn.D.44.190.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιάχω: μέλλ. -αχήσω, ἰσχυρῶς φωνάζω, ἀναβοῶ, «χουγιάζω», Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 270, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., μεγαλοφώνως ἐπαινῶ, Ἀνθ. Πλαν. 296. ΙΙ. ἀναφωνῶ ἀποκρινόμενος, ἀποκρίνομαι μεγαλωφώνως, Νόνν. παράφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 90.

French (Bailly abrégé)

1 s’écrier;
2 acclamer, vanter.
Étymologie: ἀνά, ἰάχω.