ἐνικνέομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_13b) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι, Ἀποθ., εἰσδύω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1. | |lstext='''ἐνικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι, Ἀποθ., εἰσδύω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[entrar en]], [[alcanzar]] c. dat. τοὺς ἐνικομένους ταῖς ἁλικίαις <i>IG</i> 9(1).32.16 (Estíride II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[adentrarse]], [[penetrar hasta adentro]] μανῆς γὰρ οὔσης (τῆς γῆς), ἐνικνεῖται μᾶλλον (τὸ ὕδωρ) Thphr.<i>CP</i> 5.13.1 (cód.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
A arrive at, τοὺς ἐνικομένους ταῖς ἡλικίαις IG9(1).32.16 (Phocis).
German (Pape)
[Seite 844] (s. ἱκνέομαι), hineinkommen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι, Ἀποθ., εἰσδύω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1.
Spanish (DGE)
entrar en, alcanzar c. dat. τοὺς ἐνικομένους ταῖς ἁλικίαις IG 9(1).32.16 (Estíride II a.C.)
•adentrarse, penetrar hasta adentro μανῆς γὰρ οὔσης (τῆς γῆς), ἐνικνεῖται μᾶλλον (τὸ ὕδωρ) Thphr.CP 5.13.1 (cód.).