δίορος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίορος''': ὁ διαχωρίζων, «διαστάτης», Ἡσύχ.· [[λίθος]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν παιδιάν, ἥτις καλεῖται ἐφεδρισμός, [[Πολυδ]]. Ιʹ, 119. | |lstext='''δίορος''': ὁ διαχωρίζων, «διαστάτης», Ἡσύχ.· [[λίθος]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν παιδιάν, ἥτις καλεῖται ἐφεδρισμός, [[Πολυδ]]. Ιʹ, 119. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[piedra divisoria]], [[mojón]] n. de una piedra empleada como [[meta]] en el juego «ἐφεδρισμός» Poll.9.119, cf. Hsch. Cf. [[δίσορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
A = διαστάτης, Hsch.; stone used in the game ἐφεδρισμός, Poll.9.119.
German (Pape)
[Seite 635] abgränzend, Hesych.; λίθος Poll. 9, 119.
Greek (Liddell-Scott)
δίορος: ὁ διαχωρίζων, «διαστάτης», Ἡσύχ.· λίθος ἐν χρήσει κατὰ τὴν παιδιάν, ἥτις καλεῖται ἐφεδρισμός, Πολυδ. Ιʹ, 119.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ piedra divisoria, mojón n. de una piedra empleada como meta en el juego «ἐφεδρισμός» Poll.9.119, cf. Hsch. Cf. δίσορος.