ἀφιστάνω: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(6_14)
(big3_8)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφιστάνω''': μεταγ. τύπ. τοῦ [[ἀφίστημι]], Διοσκ. 3. 101. ― Ὡσαύτως ἀφιστάω, Ἀθήν. 9Β· εὐκτ. ἀφιστῴην, ἀμφίβολον παρὰ Ξεν. ἐν Συμπ. 2. 20 (ἴδε τὸ ἑπόμ. ἐν Α. ΙΙ): πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 7. Ἴδε Κοβήτου Novae Lectiones σ. 610.
|lstext='''ἀφιστάνω''': μεταγ. τύπ. τοῦ [[ἀφίστημι]], Διοσκ. 3. 101. ― Ὡσαύτως ἀφιστάω, Ἀθήν. 9Β· εὐκτ. ἀφιστῴην, ἀμφίβολον παρὰ Ξεν. ἐν Συμπ. 2. 20 (ἴδε τὸ ἑπόμ. ἐν Α. ΙΙ): πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 7. Ἴδε Κοβήτου Novae Lectiones σ. 610.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. en v. act. [[quitar]], [[apartar]] de una medicina δύναμιν δὲ ἔχει ... λειχῆνας καὶ λέπρας ... ἀφιστάνειν Dsc.3.87<br /><b class="num">•</b>[[alejar]] περισσὸν ἀφιστάνειν τὸν κατὰ τὸ τέλος τόνον A.D.<i>Adu</i>.184.6, cf. <i>BGU</i> 1127.19 (I a.C.), <i>Stud.Pal</i>.20.10.14 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>cit. como mal uso ático, Luc.<i>Sol</i>.7.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[renunciar a]] c. gen. y dat. ἀφιστανομένη ... τῷ Εὐδαίμονι τῆς ... κληρονομίας renunciando a la herencia en favor de Eudemón</i>, <i>PRyl</i>.117.22 (III d.C.).
}}
}}

Revision as of 12:19, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφιστάνω Medium diacritics: ἀφιστάνω Low diacritics: αφιστάνω Capitals: ΑΦΙΣΤΑΝΩ
Transliteration A: aphistánō Transliteration B: aphistanō Transliteration C: afistano Beta Code: a)fista/nw

English (LSJ)

later form of ἀφίστημι, CPR5.14 (ii A. D.), Dsc.3.87, Luc.Sol.7:—Pass., ἀφιστάνομαι

   A renounce, τινί τινος PRyl.117.22 (iii A. D.):—also ἀφιστάω, Ath.1.9b, Lib.Decl.51.14; opt. ἀφιστῴην dub. in X.Smp.2.20 (v. sq. A. 11), cf. Luc.Sol.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφιστάνω: μεταγ. τύπ. τοῦ ἀφίστημι, Διοσκ. 3. 101. ― Ὡσαύτως ἀφιστάω, Ἀθήν. 9Β· εὐκτ. ἀφιστῴην, ἀμφίβολον παρὰ Ξεν. ἐν Συμπ. 2. 20 (ἴδε τὸ ἑπόμ. ἐν Α. ΙΙ): πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 7. Ἴδε Κοβήτου Novae Lectiones σ. 610.

Spanish (DGE)

1 tr. en v. act. quitar, apartar de una medicina δύναμιν δὲ ἔχει ... λειχῆνας καὶ λέπρας ... ἀφιστάνειν Dsc.3.87
alejar περισσὸν ἀφιστάνειν τὸν κατὰ τὸ τέλος τόνον A.D.Adu.184.6, cf. BGU 1127.19 (I a.C.), Stud.Pal.20.10.14 (II d.C.)
cit. como mal uso ático, Luc.Sol.7.
2 en v. med. renunciar a c. gen. y dat. ἀφιστανομένη ... τῷ Εὐδαίμονι τῆς ... κληρονομίας renunciando a la herencia en favor de Eudemón, PRyl.117.22 (III d.C.).