διαχωρίζω: Difference between revisions
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαχωρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -[[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]] (βάλλω ξέχωρα), Ξεν. Οἰκ. 9, 7· τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτ. 262B· τι καί τι Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 14. -Παθ., Πλάτ. Τιμ. 59C, Φιλήβ. 17A. | |lstext='''διαχωρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -[[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]] (βάλλω ξέχωρα), Ξεν. Οἰκ. 9, 7· τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτ. 262B· τι καί τι Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 14. -Παθ., Πλάτ. Τιμ. 59C, Φιλήβ. 17A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διαχωρίσω, <i>att.</i> διαχωριῶ;<br />diviser, séparer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χωρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
A separate, X.Oec.9.7; τι ἀπό τινος Pl.Plt.262b; τι καί τι Epicr.11.14:—Med., Ar.Th.14:—Pass., Pl.Ti.59c, Phlb. 17a; γυνὴ -χωρισθεῖσα divorced, J.AJ15.7.10.
German (Pape)
[Seite 614] absondern, aus einander stellen, Ar. Th. 14; unterscheiden, οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς πάλιν καὶ τὸ ἐριστικῶς ἡμᾶς ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους τοὺς λόγους Plat. Phil. 17 a; κατὰ γένη Tim. 58 a; ἀπό τινος, Polit. 262 b u. öfter; τὴν δύναμιν ἀπ' ἀλλήλων D. Sic. 20, 42.
Greek (Liddell-Scott)
διαχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -χωρίζω, ἀποχωρίζω (βάλλω ξέχωρα), Ξεν. Οἰκ. 9, 7· τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτ. 262B· τι καί τι Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 14. -Παθ., Πλάτ. Τιμ. 59C, Φιλήβ. 17A.
French (Bailly abrégé)
f. διαχωρίσω, att. διαχωριῶ;
diviser, séparer, acc..
Étymologie: διά, χωρίζω.