κολόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(6_14)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολόχειρ''': ὁ, ἡ, = [[κολοβόχειρ]], Ἡσύχ.
|lstext='''κολόχειρ''': ὁ, ἡ, = [[κολοβόχειρ]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολόχειρ]], -ρος, ό, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κουλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χειρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστερό</i>-[[χειρ]], <i>μονό</i>-[[χειρ]]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολόχειρ Medium diacritics: κολόχειρ Low diacritics: κολόχειρ Capitals: ΚΟΛΟΧΕΙΡ
Transliteration A: kolócheir Transliteration B: kolocheir Transliteration C: kolocheir Beta Code: kolo/xeir

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A maimed in the hand, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κολόχειρ: ὁ, ἡ, = κολοβόχειρ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κολόχειρ, -ρος, ό, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + -χειρ (< χείρ), πρβλ. αριστερό-χειρ, μονό-χειρ].