φιλοκνήμις: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(6_14)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοκνήμῑς''': ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ φέρῃ κνημῖδας, [[φίλοπλος]], [[φιλοπόλεμος]], Ἡσύχ.
|lstext='''φῐλοκνήμῑς''': ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ φέρῃ κνημῖδας, [[φίλοπλος]], [[φιλοπόλεμος]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ιδος, ὁ, ἡ Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που του αρέσει να φορεί κνημίδες και, γενικά, να οπλοφορεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνημίς]], -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-<i>κνήμις</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκνήμῑς Medium diacritics: φιλοκνήμις Low diacritics: φιλοκνήμις Capitals: ΦΙΛΟΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: philoknḗmis Transliteration B: philoknēmis Transliteration C: filoknimis Beta Code: filoknh/mis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ,

   A fond of wearing greaves, fond of arms, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1281] gern, gewöhnlich Beinschienen tragend, übh. = φίλοπλος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκνήμῑς: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ φέρῃ κνημῖδας, φίλοπλος, φιλοπόλεμος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ιδος, ὁ, ἡ Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που του αρέσει να φορεί κνημίδες και, γενικά, να οπλοφορεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κνημίς, -ίδος (πρβλ. χαλκο-κνήμις)].