φάγιλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φάγῐλος''': ὁ, ἀμνὸς [[ὅταν]] καταστῇ φαγώσιμος ἢ [[ὅταν]] ἀρχίζῃ νὰ βόσκηται, Ἀριστ. Ἀποσπ. 464· φέρεται φαγηλός, φαναὸς παρ’ Ἡσύχ., φανυλὸς παρ’ Εὐστ. 1625. 38.
|lstext='''φάγῐλος''': ὁ, ἀμνὸς [[ὅταν]] καταστῇ φαγώσιμος ἢ [[ὅταν]] ἀρχίζῃ νὰ βόσκηται, Ἀριστ. Ἀποσπ. 464· φέρεται φαγηλός, φαναὸς παρ’ Ἡσύχ., φανυλὸς παρ’ Εὐστ. 1625. 38.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />agneau <i>ou</i> chevreau en état d’être mangé.<br />'''Étymologie:''' [[φαγεῖν]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάγῐλος Medium diacritics: φάγιλος Low diacritics: φάγιλος Capitals: ΦΑΓΙΛΟΣ
Transliteration A: phágilos Transliteration B: phagilos Transliteration C: fagilos Beta Code: fa/gilos

English (LSJ)

ὁ,

   A a lamb, either when it begins to be eatable or to eat alone, Arist.Fr.507; written φαγηλός, φαναός in Hsch., φανυλός in Eust.1625.38.

German (Pape)

[Seite 1249] ὁ, ein Lamm, eine junge Ziege, eigtl. wenn es anfängt, eßbar zu werden od. allein zu fressen, Plut. qu. gr. 14 aus Arist.; auch φαγαλός u. φαγηλός geschrieben, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φάγῐλος: ὁ, ἀμνὸς ὅταν καταστῇ φαγώσιμος ἢ ὅταν ἀρχίζῃ νὰ βόσκηται, Ἀριστ. Ἀποσπ. 464· φέρεται φαγηλός, φαναὸς παρ’ Ἡσύχ., φανυλὸς παρ’ Εὐστ. 1625. 38.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agneau ou chevreau en état d’être mangé.
Étymologie: φαγεῖν.