γλαυκόχροος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(6_14)
(8)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλαυκόχροος''': ὁ, ἡ, αἰτ. γλαυκόχροα, ὁ τὸ [[χρῶμα]] ἔχων γλαυκόν, [[φαιός]], κυανόφαιος, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Πίνδ. Ο. 3. 23· πρβλ. [[γλαυκός]], καὶ Dissen ἐν τόπ.
|lstext='''γλαυκόχροος''': ὁ, ἡ, αἰτ. γλαυκόχροα, ὁ τὸ [[χρῶμα]] ἔχων γλαυκόν, [[φαιός]], κυανόφαιος, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Πίνδ. Ο. 3. 23· πρβλ. [[γλαυκός]], καὶ Dissen ἐν τόπ.
}}
{{grml
|mltxt=[[γλαυκόχροος]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει γλαυκό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκόχροος Medium diacritics: γλαυκόχροος Low diacritics: γλαυκόχροος Capitals: ΓΛΑΥΚΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: glaukóchroos Transliteration B: glaukochroos Transliteration C: glafkochroos Beta Code: glauko/xroos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, acc. γλαυκόχροα,

   A grey-coloured, of the olive, Pi.O.3.13.

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκόχροος: ὁ, ἡ, αἰτ. γλαυκόχροα, ὁ τὸ χρῶμα ἔχων γλαυκόν, φαιός, κυανόφαιος, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Πίνδ. Ο. 3. 23· πρβλ. γλαυκός, καὶ Dissen ἐν τόπ.

Greek Monolingual

γλαυκόχροος, ο, η (Α)
αυτός που έχει γλαυκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + -χροος < χρως «χρώμα»].