γλαυκόχροος

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκόχροος Medium diacritics: γλαυκόχροος Low diacritics: γλαυκόχροος Capitals: ΓΛΑΥΚΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: glaukóchroos Transliteration B: glaukochroos Transliteration C: glafkochroos Beta Code: glauko/xroos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, acc. γλαυκόχροα, grey-coloured, of the olive, Pi.O.3.13.

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκόχροος: ὁ, ἡ, αἰτ. γλαυκόχροα, ὁ τὸ χρῶμα ἔχων γλαυκόν, φαιός, κυανόφαιος, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Πίνδ. Ο. 3. 23· πρβλ. γλαυκός, καὶ Dissen ἐν τόπ.

Greek Monolingual

γλαυκόχροος, ο, η (Α)
αυτός που έχει γλαυκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + -χροος < χρως «χρώμα»].