ἐλαφρόπους: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6_14)
(big3_14b)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαφρόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἐλαφροὺς πόδας, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25 [[ἔνθα]] [[ἀναγνωστέον]] ἐλαφρὰ ποδῶν· - «ἀερσίποδες· ταχύποδες, ἐλαφρόποδες» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐλαφρόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἐλαφροὺς πόδας, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25 [[ἔνθα]] [[ἀναγνωστέον]] ἐλαφρὰ ποδῶν· - «ἀερσίποδες· ταχύποδες, ἐλαφρόποδες» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ουν<br />[[de ligeras patas]] ἵπποι Q.S.4.512, glos. a ἀερσίποδες Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:09, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 792] οδος, leichtfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφρόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἐλαφροὺς πόδας, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25 ἔνθα ἀναγνωστέον ἐλαφρὰ ποδῶν· - «ἀερσίποδες· ταχύποδες, ἐλαφρόποδες» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ουν
de ligeras patas ἵπποι Q.S.4.512, glos. a ἀερσίποδες Hsch.