παχύθριξ: Difference between revisions

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
(6_14)
(31)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχύθριξ''': ὁ, ἡ, [[πυκνόθριξ]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 10, ἐν τῷ συγκρ. παχυτριχώτερος.
|lstext='''πᾰχύθριξ''': ὁ, ἡ, [[πυκνόθριξ]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 10, ἐν τῷ συγκρ. παχυτριχώτερος.
}}
{{grml
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χοντρές [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]], -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-[[θριξ]]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 539] τριχος, dickhaarig, Arist. gen. anim. 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύθριξ: ὁ, ἡ, πυκνόθριξ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 10, ἐν τῷ συγκρ. παχυτριχώτερος.

Greek Monolingual

-τριχος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες
2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -θριξ, -τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί-θριξ].