καθαρτήριος: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(6_16) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰθαρτήριος''': -ον, ἀνήκων εἰς καθαρμόν, θυσίαι Διον. Ἀλ. 9. 40· τὰ καθαρτήρια [[Πολυδ]]. Α΄, 32. | |lstext='''κᾰθαρτήριος''': -ον, ἀνήκων εἰς καθαρμόν, θυσίαι Διον. Ἀλ. 9. 40· τὰ καθαρτήρια [[Πολυδ]]. Α΄, 32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (AM [[καθαρτήριος]], -ον) [[καθαρτήρ]]<br />αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> ([[κατά]] τη [[διδασκαλία]] της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) <i>το καθαρτήριο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[τόπος]] όπου εξαγνίζονται [[κατά]] τη μεταθανάτια ζωή με το καθαρτήριο πυρ, [[πριν]] εισέλθουν στον παράδεισο, οι ψυχές όσων αμαρτωλών μετανόησαν<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ καθαρτήρια</i><br />οι εξαγνιστικὲς θυσίες. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A purificatory, θυσίαι D.H.9.40; τὰ κ. Poll.1.32. II -τήριον (sc. φάρμακον), τό, drug which effects κάθαρσις, λοχείων, ἐπιμηνίων, Hp.Mul.1.78; purgative, Aret.CA1.4, Gal.11.354; κ. κατωτερικόν Aet.16.52.
German (Pape)
[Seite 1282] ον, reinigend, sühnend; θυσίαι, Reinigungsopfer, D. Hal. 9, 40, die auch τὰ καθαρτήρια heißen, Poll. 1, 32.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθαρτήριος: -ον, ἀνήκων εἰς καθαρμόν, θυσίαι Διον. Ἀλ. 9. 40· τὰ καθαρτήρια Πολυδ. Α΄, 32.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM καθαρτήριος, -ον) καθαρτήρ
αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. (κατά τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) το καθαρτήριο(ν)
ο τόπος όπου εξαγνίζονται κατά τη μεταθανάτια ζωή με το καθαρτήριο πυρ, πριν εισέλθουν στον παράδεισο, οι ψυχές όσων αμαρτωλών μετανόησαν
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καθαρτήρια
οι εξαγνιστικὲς θυσίες.