ἀκατάστατος: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατάστᾰτος''': -ον, ([[καθίστημι]]) ἄστατος, [[ἀνήσυχος]], Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. [[πνεῦμα]], Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀσταθής]], Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, [[πυκνός]], [[οὖρον]], Ἱππ. 69F. 149F. | |lstext='''ἀκατάστᾰτος''': -ον, ([[καθίστημι]]) ἄστατος, [[ἀνήσυχος]], Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. [[πνεῦμα]], Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀσταθής]], Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, [[πυκνός]], [[οὖρον]], Ἱππ. 69F. 149F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />agité, troublé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καθίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (καθίστημι)
A unstable, unsettled, καιροί Hp.Aph.3.8; πνεῦμα D.19.136, cf. Arist.Pr.941b29; disorderly, ὁρμαί Stoic.3.166; πολιτεία D.H.6.74:—of men, fickle, Plb.7.4.6; of fevers, irregular, Hp.Acut. (Sp.)20. Adv. -ως, ἔχειν Isoc.21.7. II not making any deposit, οὖρον Hp.Prorrh.1.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάστᾰτος: -ον, (καθίστημι) ἄστατος, ἀνήσυχος, Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. πνεῦμα, Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀσταθής, Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, πυκνός, οὖρον, Ἱππ. 69F. 149F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
agité, troublé.
Étymologie: ἀ, καθίστημι.