ἐρίθαλλος: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
(6_15) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρίθαλλος''': -ον, ([[θάλλω]]) ὁ [[σφόδρα]] θάλλων, ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων, Σιμωνίδ. 23· πρβλ. 23· πρβλ. [[ἐριθηλής]]. | |lstext='''ἐρίθαλλος''': -ον, ([[θάλλω]]) ὁ [[σφόδρα]] θάλλων, ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων, Σιμωνίδ. 23· πρβλ. 23· πρβλ. [[ἐριθηλής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρίθαλλος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που θάλλει πολύ («πρίνου ἄνθει ἐριθάλλου», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>-(επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[θαλλός]], <i>ὁ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A growing luxuriantly, flourishing, of plants and trees, Simon.54 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1028] üppig sprossend, πρῖνος Simonid. bei Plut. Thes. 17. Vgl. ἐριθηλής.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίθαλλος: -ον, (θάλλω) ὁ σφόδρα θάλλων, ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων, Σιμωνίδ. 23· πρβλ. 23· πρβλ. ἐριθηλής.
Greek Monolingual
ἐρίθαλλος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που θάλλει πολύ («πρίνου ἄνθει ἐριθάλλου», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι-(επιτ. μόριο) + θαλλός, ὁ (< θάλλω)].