νεόχρηστος: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(6_16) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεόχρηστος''': -ον, [[ἀμφίβολος]] [[λέξις]] ἐν Διωτογ. παρὰ Στοβ. 251. 28, [[ἔνθα]] ἡ [[ἔννοια]] ἀπαιτεῖ λέξιν σημαίνουσαν νέον, τρυφερόν. | |lstext='''νεόχρηστος''': -ον, [[ἀμφίβολος]] [[λέξις]] ἐν Διωτογ. παρὰ Στοβ. 251. 28, [[ἔνθα]] ἡ [[ἔννοια]] ἀπαιτεῖ λέξιν σημαίνουσαν νέον, τρυφερόν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεόχρηστος]], -ον (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ή αυτός που χρησιμοποιείται από νέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χρησ</i>- του <i>χρῶμαι</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐ</i>-<i>χρησ</i>-<i>άμην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>χρηστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, dub. in Diotog. ap. Stob.4.1.96 (leg. νεόθρεπτα).
Greek (Liddell-Scott)
νεόχρηστος: -ον, ἀμφίβολος λέξις ἐν Διωτογ. παρὰ Στοβ. 251. 28, ἔνθα ἡ ἔννοια ἀπαιτεῖ λέξιν σημαίνουσαν νέον, τρυφερόν.
Greek Monolingual
νεόχρηστος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ή αυτός που χρησιμοποιείται από νέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + χρηστός (< θ. χρησ- του χρῶμαι, πρβλ. αόρ. ἐ-χρησ-άμην), πρβλ. εύ-χρηστος].