Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύνθωκος: Difference between revisions

From LSJ

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60
(6_16)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνθωκος''': -ον, = [[σύνθακος]], Οἰνόμαος ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 223C. ΙΙ. [[κάθισμα]], [[ἕδρα]], «θῶκοι καὶ ὡς Σώφρων φησὶ σύνθωκοι» [[Πολυδ]]. Θ΄, 46.
|lstext='''σύνθωκος''': -ον, = [[σύνθακος]], Οἰνόμαος ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 223C. ΙΙ. [[κάθισμα]], [[ἕδρα]], «θῶκοι καὶ ὡς Σώφρων φησὶ σύνθωκοι» [[Πολυδ]]. Θ΄, 46.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σύνθακος]], -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> παρακαθήμενος, [[συγκάθεδρος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σύνθωκος]]<br />το [[κάθισμα]], η [[έδρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θῶκος]] / [[θᾶκος]] «[[έδρα]], [[κάθισμα]]»].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνθωκος Medium diacritics: σύνθωκος Low diacritics: σύνθωκος Capitals: ΣΥΝΘΩΚΟΣ
Transliteration A: sýnthōkos Transliteration B: synthōkos Transliteration C: synthokos Beta Code: su/nqwkos

English (LSJ)

ον,

   A = σύνθακος, Jul. Or.5.166b.    II Subst. σύνθωκος, ὁ, public seat, Sophr.153.

German (Pape)

[Seite 1025] = σύνθακος, Oenom. Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθωκος: -ον, = σύνθακος, Οἰνόμαος ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 223C. ΙΙ. κάθισμα, ἕδρα, «θῶκοι καὶ ὡς Σώφρων φησὶ σύνθωκοι» Πολυδ. Θ΄, 46.

Greek Monolingual

και σύνθακος, -ον, ΜΑ
1. παρακαθήμενος, συγκάθεδρος
2. το αρσ. ως ουσ. σύνθωκος
το κάθισμα, η έδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θῶκος / θᾶκος «έδρα, κάθισμα»].