ὀλοφώιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(6_16) |
(Autenrieth) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλοφώιος''': -ον, Ἐπικ. ἐπίθετ., καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ κατ’ οὐδ. πληθ., ὀλ. [[δήνεα]], ὀλέθρια τεχνάσματα ἢ ἐπινοήματα, Κ. 289· ὀλοφώια εἰδώς, [[ἔμπειρος]] ὀλεθρίων τεχνασμάτων, Δ. 460, κτλ.· πάντα δέ τοι [[ἐρέω]] ὀλοφώια [[τοῖο]] γέροντος Δ. 410 παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., λύκων ὀλοφώιον [[ἔθνος]] ([[ἔθνος]] Lenn.) Θεόκρ. 25. 185· ὀλ. ἰὸς Νικ. Θηρ. 327. (Ἐκ τῆς √ΟΛ, [[ὄλλυμι]]· ἡ [[κατάληξις]] -φώιος δὲν ἔχει ἑρμηνευθῇ). | |lstext='''ὀλοφώιος''': -ον, Ἐπικ. ἐπίθετ., καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ κατ’ οὐδ. πληθ., ὀλ. [[δήνεα]], ὀλέθρια τεχνάσματα ἢ ἐπινοήματα, Κ. 289· ὀλοφώια εἰδώς, [[ἔμπειρος]] ὀλεθρίων τεχνασμάτων, Δ. 460, κτλ.· πάντα δέ τοι [[ἐρέω]] ὀλοφώια [[τοῖο]] γέροντος Δ. 410 παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., λύκων ὀλοφώιον [[ἔθνος]] ([[ἔθνος]] Lenn.) Θεόκρ. 25. 185· ὀλ. ἰὸς Νικ. Θηρ. 327. (Ἐκ τῆς √ΟΛ, [[ὄλλυμι]]· ἡ [[κατάληξις]] -φώιος δὲν ἔχει ἑρμηνευθῇ). | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[pernicious]], [[baleful]]; ὀλοφώια [[εἰδώς]]=[[ὀλοόφρων]], Od. 4.460. (Od.) | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφώιος: -ον, Ἐπικ. ἐπίθετ., καταστρεπτικός, ὀλέθριος, θανατηφόρος, Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ κατ’ οὐδ. πληθ., ὀλ. δήνεα, ὀλέθρια τεχνάσματα ἢ ἐπινοήματα, Κ. 289· ὀλοφώια εἰδώς, ἔμπειρος ὀλεθρίων τεχνασμάτων, Δ. 460, κτλ.· πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια τοῖο γέροντος Δ. 410 παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., λύκων ὀλοφώιον ἔθνος (ἔθνος Lenn.) Θεόκρ. 25. 185· ὀλ. ἰὸς Νικ. Θηρ. 327. (Ἐκ τῆς √ΟΛ, ὄλλυμι· ἡ κατάληξις -φώιος δὲν ἔχει ἑρμηνευθῇ).
English (Autenrieth)
pernicious, baleful; ὀλοφώια εἰδώς=ὀλοόφρων, Od. 4.460. (Od.)