σιδηρότευκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
(6_17) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηρότευκτος''': -ον, ὁ ἐκ σιδήρου κατειργασμένος, κατεσκευασμένος, [[βέλος]] Φιλιππίδ. (;) παρὰ τῷ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 1. 529, ἐκ τοῦ Ἀθην. 699Ε. πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''σῐδηρότευκτος''': -ον, ὁ ἐκ σιδήρου κατειργασμένος, κατεσκευασμένος, [[βέλος]] Φιλιππίδ. (;) παρὰ τῷ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 1. 529, ἐκ τοῦ Ἀθην. 699Ε. πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[σιδηρότευκτος]], -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από σίδηρο, [[σιδηροπαγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκό</i>-<i>τευκτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wrought of iron, βέλος Epicr.8.
German (Pape)
[Seite 880] von, aus Eisen gemacht, mit, durch Eisen gemacht, poet. bei Ath. XV, 699 f.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρότευκτος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου κατειργασμένος, κατεσκευασμένος, βέλος Φιλιππίδ. (;) παρὰ τῷ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 1. 529, ἐκ τοῦ Ἀθην. 699Ε. πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
-η, -ο / σιδηρότευκτος, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδηροπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό-τευκτος].