πολεμοκέλαδος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολεμοκέλᾰδος''': -ον, ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θορύβῳ τοῦ πολέμου, Βρόμιος Ποιητ. παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 17.
|lstext='''πολεμοκέλᾰδος''': -ον, ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θορύβῳ τοῦ πολέμου, Βρόμιος Ποιητ. παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ευφραίνεται με τον θόρυβο του πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> [[κέλαδος]] «[[θόρυβος]], βοή» (<b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-[[κέλαδος]])].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμοκέλᾰδος Medium diacritics: πολεμοκέλαδος Low diacritics: πολεμοκέλαδος Capitals: ΠΟΛΕΜΟΚΕΛΑΔΟΣ
Transliteration A: polemokélados Transliteration B: polemokelados Transliteration C: polemokelados Beta Code: polemoke/lados

English (LSJ)

ον,

   A exulting in the din of war, Βρόμιος Lyr.Adesp.108.

German (Pape)

[Seite 654] Kriegsgetöse erregend, poet. bei D. Hal. C. V. p. 107.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμοκέλᾰδος: -ον, ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θορύβῳ τοῦ πολέμου, Βρόμιος Ποιητ. παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ευφραίνεται με τον θόρυβο του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κέλαδος «θόρυβος, βοή» (πρβλ. νεο-κέλαδος)].