τετράπτερος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(6_18)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράπτερος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, ἐπὶ μυρμήγκων πτερυγοφόρων, Σοφ. Ἀποσπ. 27˙ τετράπτερα, ἀντίθετον τῷ δίπτερα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3.
|lstext='''τετράπτερος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, ἐπὶ μυρμήγκων πτερυγοφόρων, Σοφ. Ἀποσπ. 27˙ τετράπτερα, ἀντίθετον τῷ δίπτερα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράπτερος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] φτερούγες («τετράπτεροι σφηκοί», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>πτερος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράπτερος Medium diacritics: τετράπτερος Low diacritics: τετράπτερος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: tetrápteros Transliteration B: tetrapteros Transliteration C: tetrapteros Beta Code: tetra/pteros

English (LSJ)

ον,

   A four-winged, of winged ants, S.Fr.29; τετράπτερα, opp. δίπτερα, Arist.HA490a16, PA682b8.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Flügeln; Soph. Irg. 27; Arist. H. A. 1, 5 partt. an. 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπτερος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, ἐπὶ μυρμήγκων πτερυγοφόρων, Σοφ. Ἀποσπ. 27˙ τετράπτερα, ἀντίθετον τῷ δίπτερα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράπτερος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες («τετράπτεροι σφηκοί», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. δί-πτερος].