λινοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(6_18)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνοποιός''': -όν, ὁ κατασκευάζων λινᾶ ὑφάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 942.
|lstext='''λῐνοποιός''': -όν, ὁ κατασκευάζων λινᾶ ὑφάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 942.
}}
{{grml
|mltxt=[[λινοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει, που υφαίνει λινά υφάσματα.
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοποιός Medium diacritics: λινοποιός Low diacritics: λινοποιός Capitals: ΛΙΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: linopoiós Transliteration B: linopoios Transliteration C: linopoios Beta Code: linopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making linen, Sch.Ar.Th.942.

German (Pape)

[Seite 49] Leinwand machend, webend, Schol. Ar. Thesm. 942.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων λινᾶ ὑφάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 942.

Greek Monolingual

λινοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει, που υφαίνει λινά υφάσματα.