σκοτοεργός: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(6_17)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοτοεργός''': -όν, ὁ ἐν τῷ σκότει ἐργαζόμενος, κλιβανεὺς Μανέθων 1. 80.
|lstext='''σκοτοεργός''': -όν, ὁ ἐν τῷ σκότει ἐργαζόμενος, κλιβανεὺς Μανέθων 1. 80.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που εργάζεται στο [[σκοτάδι]] («σκοτοεργὸς [[κλιβανεύς]]», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκότος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-<i>εργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτοεργός Medium diacritics: σκοτοεργός Low diacritics: σκοτοεργός Capitals: ΣΚΟΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: skotoergós Transliteration B: skotoergos Transliteration C: skotoergos Beta Code: skotoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A working in the dark, κλιβανεύς Man.1.80.

German (Pape)

[Seite 905] im Finstern, Verborgenen arbeitend, Man. 1, 81.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτοεργός: -όν, ὁ ἐν τῷ σκότει ἐργαζόμενος, κλιβανεὺς Μανέθων 1. 80.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που εργάζεται στο σκοτάδι («σκοτοεργὸς κλιβανεύς», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -εργός (< έργον), πρβλ. λιθο-εργός].