ματαιόκομπος: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
(6_18)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰταιόκομπος''': -ον, ὁ ματαίως κομπάζων, ἀλαζών, [[κενόδοξος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 589.
|lstext='''μᾰταιόκομπος''': -ον, ὁ ματαίως κομπάζων, ἀλαζών, [[κενόδοξος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 589.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιόκομπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[μάταια]] υπερηφανεύεται, [[αλαζόνας]], [[κενόδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσό</i>-<i>κομπος</i>, <i>μελί</i>-<i>κομπος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιόκομπος Medium diacritics: ματαιόκομπος Low diacritics: ματαιόκομπος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: mataiókompos Transliteration B: mataiokompos Transliteration C: mataiokompos Beta Code: mataio/kompos

English (LSJ)

ον,

   A idly boasting, Sch.Ar.Ach.589.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιόκομπος: -ον, ὁ ματαίως κομπάζων, ἀλαζών, κενόδοξος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 589.

Greek Monolingual

ματαιόκομπος, -ον (Α)
αυτός που μάταια υπερηφανεύεται, αλαζόνας, κενόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόμπος (πρβλ. γλωσσό-κομπος, μελί-κομπος)].