ἀνυποχώρητος: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(6_18) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνυποχώρητος''': -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀνύπεικτος]]. | |lstext='''ἀνυποχώρητος''': -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀνύπεικτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνυποχώρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, [[ανένδοτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A gloss on ἀνύπεικτος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυποχώρητος: -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀνύπεικτος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνυποχώρητος, -ον)
αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, ανένδοτος.