ἱππονόμος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_18)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππονόμος''': -ον, ὁ νέμων ἵππους, [[Πολυδ]]. Α΄, 181. ΙΙ. ἱππόνομα, τά, «μισθὸς [[ἱππικός]], καὶ τῶν ἡμιόνων» Ἡσύχ., [[ὅπερ]] πιθαν. νὰ σημαίνῃ πληρωμὴν διὰ τὴν νομὴν ἵππων.
|lstext='''ἱππονόμος''': -ον, ὁ νέμων ἵππους, [[Πολυδ]]. Α΄, 181. ΙΙ. ἱππόνομα, τά, «μισθὸς [[ἱππικός]], καὶ τῶν ἡμιόνων» Ἡσύχ., [[ὅπερ]] πιθαν. νὰ σημαίνῃ πληρωμὴν διὰ τὴν νομὴν ἵππων.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱππονόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που βόσκει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βου</i>-[[νόμος]], <i>μηλο</i>-[[νόμος]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἱππονόμος Medium diacritics: ἱππονόμος Low diacritics: ιππονόμος Capitals: ΙΠΠΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: hipponómos Transliteration B: hipponomos Transliteration C: ipponomos Beta Code: *(ippono/mos

English (LSJ)

ον,

   A keeping horses, Poll.1.181.    II ἱππόνομα, τά, prob. horsehire, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1260] Pferde weidend, hütend, βοτῆρας Soph. Ai. 228, wo Herm. des Verses wegen ἱππονώμους, Pors. richtiger ἱππονώμας geändert hat; Poll. 1, 181; – ἱππόνομος, von Pferden beweidet.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππονόμος: -ον, ὁ νέμων ἵππους, Πολυδ. Α΄, 181. ΙΙ. ἱππόνομα, τά, «μισθὸς ἱππικός, καὶ τῶν ἡμιόνων» Ἡσύχ., ὅπερ πιθαν. νὰ σημαίνῃ πληρωμὴν διὰ τὴν νομὴν ἵππων.

Greek Monolingual

ἱππονόμος, -ον (Α)
αυτός που βόσκει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. βου-νόμος, μηλο-νόμος.