παχυτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(6_18)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχυτράχηλος''': -ον, ὁ παχὺς τὸν τράχηλον, Γεωπ. 19. 2, 2, [[ἔνθα]] διάφ. γραφ. πλατυτράχηλος.
|lstext='''πᾰχυτράχηλος''': -ον, ὁ παχὺς τὸν τράχηλον, Γεωπ. 19. 2, 2, [[ἔνθα]] διάφ. γραφ. πλατυτράχηλος.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει παχύ λαιμό, χοντρόλαιμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[τράχηλος]])].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχυτράχηλος Medium diacritics: παχυτράχηλος Low diacritics: παχυτράχηλος Capitals: ΠΑΧΥΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: pachytráchēlos Transliteration B: pachytrachēlos Transliteration C: pachytrachilos Beta Code: paxutra/xhlos

English (LSJ)

[τρᾰ], ον,

   A bull-necked, Adam.2.21.

German (Pape)

[Seite 540] dickhalsig, Adam. physiogn. 2, 16, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχυτράχηλος: -ον, ὁ παχὺς τὸν τράχηλον, Γεωπ. 19. 2, 2, ἔνθα διάφ. γραφ. πλατυτράχηλος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει παχύ λαιμό, χοντρόλαιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + τράχηλος (πρβλ. μικρο-τράχηλος)].