λυτρώσιμος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(6_18) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λυτρώσιμος''': -ον, ὃν δύναται νὰ λυτρώσῃ τις, Φώτ., Σουΐδ. | |lstext='''λυτρώσιμος''': -ον, ὃν δύναται νὰ λυτρώσῃ τις, Φώτ., Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λυτρώσιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[λυτρώνω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να λυτρώσει. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A redeemable, Suid. s.v. λύματα, Phot. s.v. λύσιμα.
Greek (Liddell-Scott)
λυτρώσιμος: -ον, ὃν δύναται νὰ λυτρώσῃ τις, Φώτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
λυτρώσιμος, -ίμη, -ον (Α) λυτρώνω
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να λυτρώσει.