λυτρώσιμος

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυτρώσιμος Medium diacritics: λυτρώσιμος Low diacritics: λυτρώσιμος Capitals: ΛΥΤΡΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: lytrṓsimos Transliteration B: lytrōsimos Transliteration C: lytrosimos Beta Code: lutrw/simos

English (LSJ)

η, ον, redeemable, Suid. s.v. λύματα, Phot. s.v. λύσιμα.

Greek (Liddell-Scott)

λυτρώσιμος: -ον, ὃν δύναται νὰ λυτρώσῃ τις, Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

λυτρώσιμος, -ίμη, -ον (Α) λυτρώνω
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να λυτρώσει.