ὀπητίδιον: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_22)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπητίδιον''': τό, ὀπήτιον, ἴδε ἐν λ. [[ὄπεας]].
|lstext='''ὀπητίδιον''': τό, ὀπήτιον, ἴδε ἐν λ. [[ὄπεας]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπητίδιον]], τὸ (Α)<br />υποκορ. του [[ὄπεας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄπεας]], -<i>ατος</i> «αιχμηρό όργανο» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]], με [[συναίρεση]] τών φωνηέντων -<i>εα</i>-].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 356] τό, dim. zu ὄπεας, Poll. 7, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπητίδιον: τό, ὀπήτιον, ἴδε ἐν λ. ὄπεας.

Greek Monolingual

ὀπητίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του ὄπεας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, -ατος «αιχμηρό όργανο» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον, με συναίρεση τών φωνηέντων -εα-].