ὡρολόγιον: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὡρολόγιον''': τό, [[ὄργανον]] δεικνύον τὴν ὥραν, ὡρ. σκιοθηρικόν, τὸ ἡλιακὸν [[ὡρολόγιον]] τοῦ Ἀναξιμάνδρου, Πλίν. 2. 78· πρβλ. Κλεομήδ. 1. 10 κἑξ., Πλούτ. 2. 1006Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1947, 2510, Σουΐδ. ([[ὅστις]] γράφει ὡρολογεῖον, ὡς παρὰ Μαλαλ. 479. 17)· ὡρολ. ὑδραυλικόν, = [[κλεψύδρα]], πρβλ. Ἀριστοκλ. παρ’ Ἀθην. 174C, Πλίν. 7. 60, Βάτωνα τὸν Κωμικ. ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. -Ἴδε τοῦ Βεκκήρ. Gallus, Scene III. Exc. 5, Λεξικ. Ἀρχαιοτ. | |lstext='''ὡρολόγιον''': τό, [[ὄργανον]] δεικνύον τὴν ὥραν, ὡρ. σκιοθηρικόν, τὸ ἡλιακὸν [[ὡρολόγιον]] τοῦ Ἀναξιμάνδρου, Πλίν. 2. 78· πρβλ. Κλεομήδ. 1. 10 κἑξ., Πλούτ. 2. 1006Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1947, 2510, Σουΐδ. ([[ὅστις]] γράφει ὡρολογεῖον, ὡς παρὰ Μαλαλ. 479. 17)· ὡρολ. ὑδραυλικόν, = [[κλεψύδρα]], πρβλ. Ἀριστοκλ. παρ’ Ἀθην. 174C, Πλίν. 7. 60, Βάτωνα τὸν Κωμικ. ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. -Ἴδε τοῦ Βεκκήρ. Gallus, Scene III. Exc. 5, Λεξικ. Ἀρχαιοτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />appareil pour dire l’heure, cadran, horloge, <i>particul.</i> cadran solaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὥρα]], [[λέγω]]³. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A an instrument for telling the time, a dial or clock, ὡ. σκιοθηρικόν the sun-dial of Anaximenes, Plin.HN2.187; a sun-dial (ὡρολόγιον) at Zea (Piraeus) mentioned in PHaw.81 (Att. periegesis of iii B. C., pap. of ii A. D.); ἀπὸ τοῦ σκιακοῦ ὡρολογίου IGRom.4.293ai35 (Pergam., prob. 127/6 B.C.), cf. Cleom.1.10sq., Gem.8.23, Plu.2.1006f, CIG1947 (loc. inc.), Inscr.Cos57, Suid. (who writes it ὡρολογεῖον) ; ὡ. ὑδραυλικόν a water-clock, = κλεψύδρα, cf. Aristocl. ap.Ath.4.174c, Plin.HN7.213, Bato 2.14; μηχανικὰ ὡ. Ach.Tat. Intr.Arat.25.6: the dimensions of a water(?)-clock are given in POxy.470.31 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ὡρολόγιον: τό, ὄργανον δεικνύον τὴν ὥραν, ὡρ. σκιοθηρικόν, τὸ ἡλιακὸν ὡρολόγιον τοῦ Ἀναξιμάνδρου, Πλίν. 2. 78· πρβλ. Κλεομήδ. 1. 10 κἑξ., Πλούτ. 2. 1006Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1947, 2510, Σουΐδ. (ὅστις γράφει ὡρολογεῖον, ὡς παρὰ Μαλαλ. 479. 17)· ὡρολ. ὑδραυλικόν, = κλεψύδρα, πρβλ. Ἀριστοκλ. παρ’ Ἀθην. 174C, Πλίν. 7. 60, Βάτωνα τὸν Κωμικ. ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. -Ἴδε τοῦ Βεκκήρ. Gallus, Scene III. Exc. 5, Λεξικ. Ἀρχαιοτ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
appareil pour dire l’heure, cadran, horloge, particul. cadran solaire.
Étymologie: ὥρα, λέγω³.