ἀντέρεισμα: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(6_21)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντέρεισμα''': τό, [[ἀντηρίς]], [[στήριγμα]], «οἱ λίθοι τοῦ τείχους οἱ προεστῶτες [[κάτωθεν]] πρὸς [[ἀντέρεισμα]]» Ἡσύχ. ἐν λ. στῆλαι.
|lstext='''ἀντέρεισμα''': τό, [[ἀντηρίς]], [[στήριγμα]], «οἱ λίθοι τοῦ τείχους οἱ προεστῶτες [[κάτωθεν]] πρὸς [[ἀντέρεισμα]]» Ἡσύχ. ἐν λ. στῆλαι.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[apoyo]] Basil.M.29.21C, cf. Hsch.s.u. στῆλαι.
}}
}}

Revision as of 12:14, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντέρεισμα Medium diacritics: ἀντέρεισμα Low diacritics: αντέρεισμα Capitals: ΑΝΤΕΡΕΙΣΜΑ
Transliteration A: antéreisma Transliteration B: antereisma Transliteration C: antereisma Beta Code: a)nte/reisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A prop, Hsch. s.v. στῆλαι.

German (Pape)

[Seite 247] τό, das Entgegengestämmte, Strebepfeiler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέρεισμα: τό, ἀντηρίς, στήριγμα, «οἱ λίθοι τοῦ τείχους οἱ προεστῶτες κάτωθεν πρὸς ἀντέρεισμα» Ἡσύχ. ἐν λ. στῆλαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό apoyo Basil.M.29.21C, cf. Hsch.s.u. στῆλαι.