διανίζω: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6_23) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διανίζω''': μέλλ. -[[νίψω]], διανίπτω, [[πλύνω]] ἐντελῶς, [[καθαρίζω]], κύλικα, σκεῦως, λοπάδας Κράτης Θηρ. 1. 7, Εὔβουλ. Δολ. 2, Δαμόξ. Συντρ. 1. 44. - Μέσ., Ἱππ. 631. | |lstext='''διανίζω''': μέλλ. -[[νίψω]], διανίπτω, [[πλύνω]] ἐντελῶς, [[καθαρίζω]], κύλικα, σκεῦως, λοπάδας Κράτης Θηρ. 1. 7, Εὔβουλ. Δολ. 2, Δαμόξ. Συντρ. 1. 44. - Μέσ., Ἱππ. 631. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[lavar]] ὑδρίαν Ar.<i>Fr</i>.139, cf. Crates Com.16.7, λοπάδας Damox.2.44, cf. <i>An.Bachm</i>.1.420.8.<br /><b class="num">2</b> intr. [[lavarse]] ὕδατι θερμῷ Hp.<i>Haem</i>.2, tb. en v. med. τῷ ὕδατι τῷ εὐώδει Hp.<i>Mul</i>.1.84, cf. [[διανίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
A wash out or thoroughly, κύλικα, σκεῦος, λοπάδας, Crates Com.14.7, Eub.31, Damox.2.44; τὴν κοιλίαν Diocl.Fr.139:—Med., διανιψάσθω τὸ αἰδοῖον Hp.Mul.2.112.
German (Pape)
[Seite 592] aus-, abwaschen, Damox. com. bei Ath. III, 102 f (v. 44) u. Crates ib. VI, 267 f. – Vgl. auch διανίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
διανίζω: μέλλ. -νίψω, διανίπτω, πλύνω ἐντελῶς, καθαρίζω, κύλικα, σκεῦως, λοπάδας Κράτης Θηρ. 1. 7, Εὔβουλ. Δολ. 2, Δαμόξ. Συντρ. 1. 44. - Μέσ., Ἱππ. 631.
Spanish (DGE)
1 tr. lavar ὑδρίαν Ar.Fr.139, cf. Crates Com.16.7, λοπάδας Damox.2.44, cf. An.Bachm.1.420.8.
2 intr. lavarse ὕδατι θερμῷ Hp.Haem.2, tb. en v. med. τῷ ὕδατι τῷ εὐώδει Hp.Mul.1.84, cf. διανίπτω.