κτενιστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(6_19)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κτενιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων ὡς [[ἔργον]] νὰ κτενίζῃ, κομμωτὴς τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, Γλωσσ.
|lstext='''κτενιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων ὡς [[ἔργον]] νὰ κτενίζῃ, κομμωτὴς τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κτενίστρια και κτενίστρα (Α [[κτενιστής]]) [[κτενίζω]]<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] να χτενίζει κάποιον, [[κομμωτής]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτενιστής Medium diacritics: κτενιστής Low diacritics: κτενιστής Capitals: ΚΤΕΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: ktenistḗs Transliteration B: ktenistēs Transliteration C: ktenistis Beta Code: ktenisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A hairdresser, Gal.13.1038, PTeb.322.23 (ii A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1518] ὁ, der Kämmende.

Greek (Liddell-Scott)

κτενιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἔργον νὰ κτενίζῃ, κομμωτὴς τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κτενίστρια και κτενίστρα (Α κτενιστής) κτενίζω
αυτός που έχει ως επάγγελμα να χτενίζει κάποιον, κομμωτής.