λασιοχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(6_19)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λασιοχαίτης''': -ου, ὁ, ἔχων πυκνήν, δασεῖαν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σελ. 166.
|lstext='''λασιοχαίτης''': -ου, ὁ, ἔχων πυκνήν, δασεῖαν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σελ. 166.
}}
{{grml
|mltxt=[[λασιοχαίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει πυκυά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αδρο</i>-<i>χαίτης</i>, <i>κυανο</i>-<i>χαίτης</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λασιοχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων πυκνήν, δασεῖαν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σελ. 166.

Greek Monolingual

λασιοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει πυκυά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + χαίτη (πρβλ. αδρο-χαίτης, κυανο-χαίτης)].