κήτημα: Difference between revisions
From LSJ
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
(6_22) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κήτημα''': τό, τεταριχευμένος [[θύννος]], = [[ὠμοτάριχος]], Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 121Β. | |lstext='''κήτημα''': τό, τεταριχευμένος [[θύννος]], = [[ὠμοτάριχος]], Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 121Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κήτημα]], -ήματος, τὸ (Α)<br />παστωμένος τον(ν)ος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆτος]], πρόκειται όμως για αμφίβολης γνωσιότητας [[λήμμα]]. Αν όντως [[είναι]] [[ορθό]], πρόκειται για σπάνια [[περίπτωση]] μετονοματικού παρ. σε <i>η</i>-<i>μα</i> που εμφανίζεται κανονικώς σε μεταρρηματικά παρ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ποί</i>-<i>η</i>-<i>μα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A salted tunny, = ὠμοτάριχος, dub. in Diph.Siph. ap.Ath.3.121b.
German (Pape)
[Seite 1435] τό, eingesalzenes Fleisch großer Meerfische, bes. der Thunfische, = ὠμοτάριχον, Diphil. bei Ath. III, 121 b.
Greek (Liddell-Scott)
κήτημα: τό, τεταριχευμένος θύννος, = ὠμοτάριχος, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 121Β.
Greek Monolingual
κήτημα, -ήματος, τὸ (Α)
παστωμένος τον(ν)ος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος, πρόκειται όμως για αμφίβολης γνωσιότητας λήμμα. Αν όντως είναι ορθό, πρόκειται για σπάνια περίπτωση μετονοματικού παρ. σε η-μα που εμφανίζεται κανονικώς σε μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. ποί-η-μα < ποιῶ)].