δυσανάσχετος: Difference between revisions
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσανάσχετος''': -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[δυσάνσχετος]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[μετὰ]] δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, [[Πολυδ]]. Γʹ, 130. | |lstext='''δυσανάσχετος''': -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[δυσάνσχετος]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[μετὰ]] δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, [[Πολυδ]]. Γʹ, 130. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀνέχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to bear, intolerable, ὕβρεις Ph.2.92; κήδη Phleg.Macr.4, cf. Dsc. Eup. 1.235, Porph.Abst.3.20: poet. δῠσανα-άνσχετος A.R.2 272. II Act., bearing hardly, in Adv. -τως, ἔχειν A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu ertragen, unerträglich; Poll. 3, 130 u. Sp.; δυσανασχέτως ἔχειν, = vorigem, Poll. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάσχετος: -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀφόρητος, ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· ποιητικός τις τύπος δυσάνσχετος ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μετὰ δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γʹ, 130.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.