τερασκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τερασκόπος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[τερατοσκόπος]], Πινδ. Π. 4. 357, Αἰσχύλ. Χο. 551, Εὐμ. 62, Σοφ. Ο. Τ. 605· καρδίας τερασκόπου, προφητικῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 978· περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 673.
|lstext='''τερασκόπος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[τερατοσκόπος]], Πινδ. Π. 4. 357, Αἰσχύλ. Χο. 551, Εὐμ. 62, Σοφ. Ο. Τ. 605· καρδίας τερασκόπου, προφητικῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 978· περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 673.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τερατοσκόπος]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερασκόπος Medium diacritics: τερασκόπος Low diacritics: τερασκόπος Capitals: ΤΕΡΑΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: teraskópos Transliteration B: teraskopos Transliteration C: teraskopos Beta Code: terasko/pos

English (LSJ)

ὁ, poet. for τερατοσκόπος, Pi.P.4.201, A.Ch.551, Eu. 62, S.OT605: Adj., καρδία τ. 'my

   A prophetic soul', A.Ag.978 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1092] poet. = τερατοσκόπος; Aesch. Ag. 951. 1415 Ch. 544 Eum. 62; Eur. Bacch. 248.

Greek (Liddell-Scott)

τερασκόπος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τερατοσκόπος, Πινδ. Π. 4. 357, Αἰσχύλ. Χο. 551, Εὐμ. 62, Σοφ. Ο. Τ. 605· καρδίας τερασκόπου, προφητικῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 978· περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 673.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τερατοσκόπος.