σιτοκόπτης: Difference between revisions

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source
(6_19)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιτοκόπτης''': -ου, ὁ, ὁ κόπτων, ἀλέθων τὸν σῖτον, Πάπυρος Βερολίνου 401, 10 (a 618 σ. C).
|lstext='''σιτοκόπτης''': -ου, ὁ, ὁ κόπτων, ἀλέθων τὸν σῖτον, Πάπυρος Βερολίνου 401, 10 (a 618 σ. C).
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>φρ.</b> «[[σιτοκόπτης]] [[λίθος]]» — η [[μυλόπετρα]] <b>πάπ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]])].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοκόπτης Medium diacritics: σιτοκόπτης Low diacritics: σιτοκόπτης Capitals: ΣΙΤΟΚΟΠΤΗΣ
Transliteration A: sitokóptēs Transliteration B: sitokoptēs Transliteration C: sitokoptis Beta Code: sitoko/pths

English (LSJ)

λίθος, stone

   A for pounding corn, BGU 405.7 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σιτοκόπτης: -ου, ὁ, ὁ κόπτων, ἀλέθων τὸν σῖτον, Πάπυρος Βερολίνου 401, 10 (a 618 σ. C).

Greek Monolingual

ὁ, Α
φρ. «σιτοκόπτης λίθος» — η μυλόπετρα πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κόπτης (< κόπτω)].